λαλήσει

λαλήσει
λάλησις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
λαλήσεϊ , λάλησις
fem dat sg (epic)
λάλησις
fem dat sg (attic ionic)
λαλέω
talk
aor subj act 3rd sg (epic)
λαλέω
talk
fut ind mid 2nd sg
λαλέω
talk
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… …   Dictionary of Greek

  • λαλητός — ή, ό (AM λαλητός, ή, όν) [λαλώ] νεοελλ. 1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγίζω — ΜΑ [πτέρυξ υγος] φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά μου για να πετάξω, να σηκωθώ από το έδαφος ή σαν πετεινός όταν ετοιμάζεται να λαλήσει …   Dictionary of Greek

  • τόμου — Ν 1. (χρον. σύνδ.) αφού («τόμου δεν θέλει, δεν τόν βιάζω») 2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τό + ὁμοῦ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”