ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… … Hofmann J. Lexicon universale
άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… … Dictionary of Greek
λαλητός — ή, ό (AM λαλητός, ή, όν) [λαλώ] νεοελλ. 1. (για γιορταστική συγκέντρωση) αυτός που συνοδεύεται από μουσικά όργανα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαλητά φωνές που δεν διακρίνονται, συζήτηση που γίνεται σε απόσταση και δεν ακούγεται καθαρά μσν. 1.… … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek
πτερυγίζω — ΜΑ [πτέρυξ υγος] φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά μου για να πετάξω, να σηκωθώ από το έδαφος ή σαν πετεινός όταν ετοιμάζεται να λαλήσει … Dictionary of Greek
τόμου — Ν 1. (χρον. σύνδ.) αφού («τόμου δεν θέλει, δεν τόν βιάζω») 2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τό + ὁμοῦ] … Dictionary of Greek